- ολιγόζωος
- -η, -ο (Μ ὀλιγόζωος, -ον)βλ. λιγοζώητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολιγόζωος, -η, -ο — και λιγόζωος, η, ο και λιγοζώητος, η, ο αυτός που έζησε λίγο χρόνο: Πολλοί απ την οικογένεια αυτή ήταν λιγοζώητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγοζώητος — η, ο και (ο)λιγόζωος, η, ο (Μ ὀλιγόζωος, ον) αυτός που έχει λίγη ζωή, βραχύβιος … Dictionary of Greek
ολιγόβιος — ὀλιγόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που ζει λίγα χρόνια, που έχει βραχύ βίο, βραχύβιος, ολιγόζωος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγόβιον η βραχύτητα τού βίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βίος, πρβλ. βραχύ βιος] … Dictionary of Greek
βραχύβιος — α, ο αυτός που η ζωή του έχει μικρή διάρκεια, ολιγόζωος: Στο βασίλειο των εντόμων υπάρχουν αρκετοί βραχύβιοι οργανισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)